- βλαστήσασα
- βλαστήσᾱσα , βλαστάνωbudaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)βλαστήσᾱσα , βλαστάωbring forthaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… … Dictionary of Greek
στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου … Dictionary of Greek